- πολύχρους
- -ουν, ΝΑ, και πολύχροος, -η, -ο, Ν, και πολύχροος, -οον και ποιητ. τ. πουλύχρους, Ααυτός που έχει πολλά, ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ομό-χρους].
Dictionary of Greek. 2013.